- ἱπποβάτης
- ἱππο-βάτης [ᾰ], ου, ὁ,A horseman, A.Pers.26 (anap.).II ἱ. ἵππος or ὄνος, stallion, Str.8.8.1, Hippiatr.14; cf. ἱπποβότης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπποβάτης — ἱπποβάτης, o (A) 1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος 2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῑς ἱπποβάτοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek
ἱπποβάτης — horseman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβάται — ἱπποβάτης horseman masc nom/voc pl ἱπποβάτᾱͅ , ἱπποβάτης horseman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβάτην — ἱπποβάτης horseman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβάτας — ἱπποβάτᾱς , ἱπποβάτης horseman masc acc pl ἱπποβάτᾱς , ἱπποβάτης horseman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποβατώ — ἱπποβατῶ, έω (Α) [ιπποβάτης] ανεβαίνω σε ίππο … Dictionary of Greek